πρεβό

πρεβό
Αξιωματούχος στη μεσαιωνική Γαλλία. Στις αρχές του 11ου αι. ο π. ήταν αξιωματούχος της βασιλικής αυλής με δικαστική, φορολογική και στρατιωτική δικαιοδοσία, μέσα στα όρια των διοικητικών περιφερειών στις οποίες διαιρούταν η επικράτεια του βασιλιά. Τον 15o αι. είχε τις δικαιοδοσίες του βασιλικού πρωτοδίκη δικαστή. Αιρετός αξιωματούχος με τον τίτλο του π. των εμπόρων, ήταν ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού από τον 13o μέχρι τον 18o αι. και της Λυών από τα τέλη του 16ου μέχρι τον 18o αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πρεβό ντ’ Εξίλ, Αντουάν Φρανσουά — (Prevost d’ Exiles ο αβάς Π., Εντέν, Καλαί 1697 – Κουρτέιγ, Ουάζ 1763). Γάλλος συγγραφέας. Σπούδασε κοντά στους ιησουίτες, αλλά αργότερα έγινε βενεδικτίνος· η εκκλησιαστική του όμως σταδιοδρομία διεκόπη από περιόδους υπηρεσίας στον στρατό: έζησε… …   Dictionary of Greek

  • Πρεβό, Μαρσέλ — (Prevost, 1862 – 1941). Γάλλος συγγραφέας. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Παρισιού και μέχρι το 1891 εργάστηκε σε καπνοβιομηχανία της Λιλ. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Σκορπιός, έκανε μεγάλη εντύπωση στους φιλολογικούς κύκλους του Παρισιού …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μασενέ, Ζιλ Εμίλ Φρεντερίκ — (Jules Emile Frederique Massenet, Μοντό, Λουάρ 1842 – Παρίσι 1912). Γάλλος συνθέτης. Διδάχθηκε τα πρώτα στοιχεία μουσικής από τη μητέρα του και αργότερα φοίτησε στο Ωδείο του Παρισιού, με δασκάλους τον Αμπρουάζ Τομά και τον Φρανσουά Μπαζέν. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”